- υδροφθορικός
- -ή, -ό, Νφρ. «υδροφθορικό οξύ»χημ. συνοπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροφθορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. (acide) fluorhydrique].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροφθορικός — ή, ό που παράγεται από την ένωση φθορίου και υδρογόνου: Υδροφθορικό οξύ (το υδροφθόριο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)